Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

Η ομιλία του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Είναι μια κρίσιμη στιγμή και θα μου επιτρέψετε, ίσως, και έναν προσωπικό τόνο στη σημερινή μου παρέμβαση.
Από την πρώτη στιγμή που βρέθηκα στη θέση του Πρωθυπουργού, ίσως στις κρισιμότερες μέρες της μεταπολιτευτικής ιστορίας του τόπου, κινήθηκα με μοναδικό γνώμονα τη συνείδησή μου, προκειμένου να διεκδικήσω με όλες μου τις δυνάμεις το δίκιο του λαού μας, αλλά και να προασπίσω τα εθνικά μας συμφέροντα.
Έξι σχεδόν μήνες τώρα σ’ αυτήν την κατεύθυνση έχω πράξει ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό σε δύσκολες συνθήκες, πολλές φορές σε συνθήκες απειλών και εκβιασμών. Όμως, νομίζω ότι αυτό κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει ούτε πολιτικά φίλοι, ούτε εχθροί, ότι σε αυτές τις συνθήκες και στις δύσκολες στιγμές ανέλαβα ρίσκα, δεν το έβαλα κάτω, δεν λογάριασα το προσωπικό πολιτικό κόστος, δεν συμφιλιώθηκα με την ιδέα των εύκολων συμβιβασμών, προκειμένου να εξασφαλίσω την εύκολη παραμονή μου στην εξουσία.
Πολλοί θα πουν, ίσως, ότι έφθασα μέχρι εκεί που κανείς δεν είχε φανταστεί ότι θα μπορούσε να φτάσει ένας Πρωθυπουργός. Και όλα αυτά πάντοτε προσπαθώντας να μιλώ τη γλώσσα της αλήθειας, έτσι όπως εγώ την καταλάβαινα και την καταλαβαίνω, και με μοναδική δύναμη σ’ αυτή τη δύσκολη αναμέτρηση την απλόχερη, ομολογώ, στήριξη της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.
Σήμερα θέλω ενώπιόν σας να μιλήσω αυτή τη γλώσσα, τη γλώσσα της αλήθειας, έτσι όπως εγώ τουλάχιστον την κατανοώ και ο καθένας και η καθεμιά και κυρίως ο ελληνικός λαός που παρακολουθεί να κρίνει με νηφαλιότητα και ψυχραιμία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έξι μήνες τώρα μπήκαμε σε έναν πόλεμο, δώσαμε μάχες δύσκολες με άνισες δυνάμεις, είχαμε απώλειες, κερδίσαμε όμως και έδαφος. Προχωρήσαμε όσο περισσότερο μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε. Τώρα, όμως, έχω την αίσθηση ότι φτάσαμε στη διακεκαυμένη ζώνη. Από εδώ και εμπρός υπάρχει ναρκοπέδιο και αυτό δεν έχω το δικαίωμα να το αγνοήσω, ούτε να το κρύψω από τον ελληνικό λαό.
Όλο αυτό το διάστημα δώσαμε μια σκληρή μάχη για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα σε συνθήκες πρωτοφανούς οικονομικής ασφυξίας. Στο ερώτημα εάν κάναμε λάθη κατά τη διάρκεια της πεντάμηνης διαπραγμάτευσης η μόνη ειλικρινής απάντηση είναι η καταφατική. Ναι, κάναμε λάθη. Ουδείς αλάθητος και πρώτος εγώ. Φρονώ, όμως, ότι δεν υπάρχει προηγούμενο στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία χώρας που να είναι πρακτικά στο χείλος της χρεοκοπίας και να διαπραγματεύεται με τόση επιμονή και αξιοπρέπεια. Να διαπραγματεύεται ως ίση προς ίσους, αποκαθιστώντας τη χαμένη πολιτική ισοτιμία της Ελλάδας με τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης.

Τώρα οφείλουμε να αποφασίσουμε αυτή την ισοτιμία να μην τη θυσιάσουμε στο βωμό ακραίων συντηρητικών κύκλων. Ακραίων συντηρητικών κύκλων που επεδίωκαν από την πρώτη στιγμή και επιδιώκουν ακόμα και σήμερα –το διαπιστώσατε όσοι παρακολουθήσατε τη συνεδρίαση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προχθές, μια σκληρή ιδεολογική και πολιτική σύγκρουση- την απαλλαγή τους, πάνω απ’ όλα, από μία μη αρεστή κυβέρνηση, αλλά και από έναν ενοχλητικό λαό, που με αυταπάρνηση και ενώ βιώνει τις συνέπειες της χρηματοπιστωτικής ασφυξίας που του επιβλήθηκε επιμένει να τη στηρίζει.

Αποφασίσαμε, λοιπόν, με υψηλή αίσθηση της ευθύνης και γνωρίζοντας την κρισιμότητα της απόφασης αυτής, να αποτρέψουμε ένα πολιτικό Grexit με οικονομική πρόφαση.

Δεν βρίσκομαι ανάμεσά σας, προκειμένου να κρύψω την πραγματικότητα πίσω από υπερβολές. Η δανειακή συμφωνία που θα τεθεί στην κρίση του Eurogroup το Σάββατο περιλαμβάνει πολλές προαπαιτούμενες δράσεις που απέχουν πάρα πολύ από τις προεκλογικές μας δεσμεύσεις, τις προγραμματικές μας διακηρύξεις, απ’ αυτό που πιστεύουμε ότι είναι το κατάλληλο για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, η σύγκριση που οφείλουμε να κάνουμε είναι ανάμεσα σε εναλλακτικές που έχουμε μπροστά μας και ανάμεσα σε αυτό που έχουμε πιθανώς μπροστά μας –πιθανώς, διότι τίποτα δεν είναι δεδομένο, η διαπραγμάτευση είναι εν ισχύει- και σε αυτό που είχαμε δεκαπέντε ημέρες πριν.

Στις 25 του Ιούνη πήραμε ένα τελεσίγραφο από το Eurogroup. Αυτό το τελεσίγραφο προέβλεπε μόνο σκληρά μέτρα χωρίς καμία ανάσα και προοπτική, χωρίς επαρκή χρηματοδότηση, χωρίς καμία δέσμευση για αναδιάρθρωση χρέους, πέντε μήνες χωρίς επαρκή χρηματοδότηση, τέσσερις αξιολογήσεις μέσα στους πέντε μήνες χωρίς δέσμευση για το χρέος.
Το αρνηθήκαμε. Και πιστεύω ότι το ίδιο θα έκανε όποιος άλλος ήταν στη θέση μας. Το αρνηθήκαμε και το θέσαμε στην κρίση του ελληνικού λαού. Δεν είχαμε την πρόθεση αυτή η επιλογή να οδηγήσει στην περιπέτεια των κλειστών τραπεζών. Ζητήσαμε, την ίδια ώρα που το κυβερνητικό συμβούλιο αποφάσισε να προτείνει δημοψήφισμα, και τηλεφωνικά και με αίτημα την παράταση του προγράμματος προκειμένου να διεξαχθεί ομαλά αυτή η διαδικασία. Αυτό δεν έγινε. Δεν ήταν δική μας επιλογή.
Παρά τις κλειστές τράπεζες, παρά τις τεράστιες δυσκολίες που έχουν δημιουργηθεί στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό, ο ελληνικός λαός πήρε μία δύσκολη, γενναία και ιστορική απόφαση που εξέπληξε τους περισσότερους και τις περισσότερες από εμάς. Απέρριψε αυτό το τελεσίγραφο. Δεν έδωσε εντολή ρήξης. Έδωσε εντολή ενίσχυσης της διαπραγματευτικής προσπάθειας για μια οικονομικά βιώσιμη συμφωνία.

Κι εγώ δεν έκρυψα στιγμή ούτε τις προθέσεις μου ούτε την αλήθεια από τον ελληνικό λαό. Δεν ζήτησα το «Όχι» ως εντολή εξόδου αλλά ως εντολή ενίσχυσης της διαπραγματευτικής μας δύναμης. Δεσμεύτηκα μάλιστα και προσωπικά πριν από το δημοψήφισμα να κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να φέρω το συντομότερο δυνατόν, ακόμα και στις πρώτες σαράντα οκτώ ώρες, μία καλύτερη συμφωνία. Σε αυτό πλαίσιο ψήφισε ο ελληνικός λαός την προηγούμενη Κυριακή και δεν θα έρθω εγώ σήμερα να παριστάνω κάτι άλλο από αυτό που υποσχέθηκα. Και αυτό που υποσχέθηκα πράττω.

Δεν εξαπάτησα τον ελληνικό λαό ούτε το Συμβούλιο των πολιτικών Αρχηγών που ζήτησα να συγκληθεί αμέσως μετά το δημοψήφισμα, όταν ζήτησα και πράγματι δεσμευτήκαμε όλοι σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο για μία βιώσιμη συμφωνία, μία κίνηση αναγκαία για να αποκατασταθεί ένα κλίμα δυισμού –έτσι είναι τα δημοψηφίσματα-, διχασμού σε κλίμα πολιτικής ενότητας και εθνικής ενότητας.

Εξέλαβα το «Όχι» ως εντολή για μια καλύτερη λύση, για μια καλύτερη συμφωνία, ως επιλογή αξιοπρέπειας για μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού, για χιλιάδες ανθρώπων που έχουν βιώσει τη φτώχεια και την αναξιοπρέπεια όλα αυτά τα χρόνια, εξέλαβα το «Όχι», όμως, και ως ψήφο εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση και στις προσπάθειές τις. Και τώρα έρχεται η ώρα να κάνουμε απολογισμό.

Στο Συμβούλιο των Αρχηγών τη Δευτέρα βάλαμε τρεις προϋποθέσεις για μια βιώσιμη συμφωνία: επαρκή χρηματοδότηση, ισχυρό επενδυτικό πακέτο, ουσιαστικές δεσμεύσεις για την αναγκαία αναδιάρθρωση του χρέους και ως αντάλλαγμα τη δέσμευσή μας σε μεταρρυθμίσεις με το λιγότερο δυνατό υφεσιακό κόστος και με δίκαιη κατανομή των βαρών.

Τι έχουμε σήμερα μπροστά μας; Ποιες δυνατότητες, αλλά και ποιες δυσκολίες ανοίγονται μπροστά μας;
Έχουμε πράγματι προοπτική επαρκούς χρηματοδότησης των υποχρεώσεων της χώρας για το μεσοπρόθεσμο διάστημα σε βάθος τριετίας.

Έχουμε την υπόσχεση ενός ισχυρού αναπτυξιακού πακέτου άνω των 30 δισεκατομμυρίων ευρώ -35 δισεκατομμύρια ευρώ- με δέσμευση μάλιστα για εμπροσθοβαρή εκταμίευση και για δράσεις για την καταπολέμηση της ανεργίας.

Και για πρώτη φορά, έχουμε στα σοβαρά στο τραπέζι και ουσιαστική συζήτηση για την αναγκαία αναδιάρθρωση του χρέους, που δεν είμαστε πια μόνο εμείς που το ζητάμε, αλλά δημόσια το ομολογούν όχι μόνο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αλλά ακόμα και ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Ντόναλντ Τουσκ, ο οποίος χθες με δημόσια δήλωσή του μίλησε για αντιστάθμισμα στις μεταρρυθμίσεις την αναγκαία αναδιάρθρωση του χρέους.

Από την άλλη πλευρά, πρέπει με ειλικρίνεια να ομολογήσουμε ότι το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων που μας ζητείται είναι ένα δύσκολο πρόγραμμα, καλύτερο μεν στα σημεία, σε αρκετά σημεία, από αυτό που τέθηκε και τελεσιγραφικά πριν δεκαπέντε μέρες, αλλά δύσκολο πρόγραμμα.

Έχουμε όμως για πρώτη φορά εδώ και έξι μήνες στο τραπέζι μια πιθανότητα -επαναλαμβάνω, δεν υπάρχει βεβαιότητα- συμφωνίας, που μπορεί να δώσει προοπτική οριστικού τέλους στη συζήτηση περί Grexit και άρα το απόλυτο θετικό σήμα στις αγορές, στους επενδυτές ότι με εξασφαλισμένη τη χρηματοδότηση για ένα τόσο μεγάλο διάστημα και δεδομένη την απομείωση χρέους μπορούν να ξαναεμπιστευτούν την ελληνική οικονομία και συνεπώς να δώσει την πιθανότητα, τη δυνατότητα, να αντισταθμίσουμε τις πιθανές υφεσιακές επιπτώσεις των δύσκολων μέτρων.

Επιτρέψτε μου, πιο συγκεκριμένα, να αναφερθώ σε πέντε σημεία, αναφορικά με το Σχέδιο Συμφωνίας που σήμερα καλούμε το Σώμα να εξουσιοδοτήσει τον Υπουργό των Οικονομικών να διαπραγματευτεί και να υπογράψει.
Πρώτον, η Συμφωνία αυτή θα οδηγήσει σε ένα αποκλειστικά αμιγώς ευρωπαϊκό πρόγραμμα, αποκλειστικά των ευρωπαϊκών μηχανισμών στήριξης. Αυτό σημαίνει ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν θα είναι αντισυμβαλλόμενος. Η πιθανή συμμετοχή του θα είναι μόνο τεχνικής υποστήριξης. Αυτό σημαίνει ότι τελειώνει η τρόικα όπως τη γνωρίσαμε.
Δεύτερον, η διάρκεια της νέας σύμβασης, όπως προανέφερα, θα είναι τριετής. Παρέχει χρόνο και χώρο για να σταθεροποιηθεί η οικονομία, να απαλλαγούμε από την κινδυνολογία του Grexit, η Ελλάδα νωρίτερα από την τριετία να δώσει μάχη για να την ξαναεμπιστευτούν οι αγορές.

Θέλω να επισημάνω ότι στο τελεσίγραφο που είχαμε δέκα πέντε μέρες πριν, το σχέδιο ήταν πεντάμηνο. Τώρα, επιπλέον, θα υπάρξουν ενιαία προαπαιτούμενα σε όλη τη διάρκεια του Προγράμματος, αυτά τα δύσκολα μέτρα που συζητάμε τώρα. Δεν θα ξαναβρεθούμε μετά από πέντε μήνες για να συζητήσουμε καινούρια.

Το τρίτο σημείο είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα και πώς το 2018 θα είναι χαμηλά και ανάλογα με τις δυνατότητες της οικονομίας κι έτσι αντιμετωπίζουμε αυτόν τον μηχανισμό αυτόματης αναπαραγωγής λιτότητας που ήταν η υποχρέωση για πολύ υψηλά πλεονάσματα, χωρίς η οικονομία να έχει αναπτυξιακούς ρυθμούς. Σας θυμίζω ότι στο προηγούμενο πρόγραμμα είχαμε δεσμευτεί σε πρωτογενή πλεονάσματα 3% για το 2015, 4,5% για κάθε χρόνο μετά το 2016.
Αυτό σημαίνει ότι για την τετραετία 2015-2018 έπρεπε να παράξουμε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης των 30 δισεκατομμυρίων συνολικά, ενώ τώρα για την ίδια περίοδο έχουμε υποχρέωση για περίπου 17 δισεκατομμύρια.

Συνεπώς, πρώτον, τα δημοσιονομικά μέτρα που θα αναγκαζόμασταν να πάρουμε για να τα προσεγγίσουμε θα ήταν υπερπολλαπλάσια των 7,5 περίπου δισεκατομμυρίων που έχουμε τώρα και, δεύτερον, ο πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος που προκύπτει από τα χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα ανέρχεται σε περίπου 13 δισεκατομμύρια για την ίδια τετραετία. Αυτό είναι το δημοσιονομικό όφελος από μία όμως –επαναλαμβάνω, δεν θέλω να ωραιοποιήσω τα πράγματα- δύσκολη πρόταση που έχουμε στο τραπέζι.

Τέταρτο σημείο. Με το δάνειο από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης [ESM] θα αποπληρώσουμε τα ομόλογα ελληνικού δικαίου που διακρατεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συνολικού ύψους 6,8 δισεκατομμυρίων που λήγουν το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου. Αυτή η μετατροπή βραχυπρόθεσμου χρέους σε μακροπρόθεσμο και μάλιστα, με χαμηλότερα επιτόκια, διότι ως γνωστό ο ESM προβλέπει αυτή τη δυνατότητα, τα χαμηλότερα επιτόκια και ενδεχομένως τη μετακύληση των αποπληρωμών και θα πω αργότερα γι’ αυτό.

Αυτή η μετατροπή βραχυπρόθεσμου χρέους σε μεσοπρόθεσμο ισοδυναμεί με αναδιάρθρωσή του. Επαναλαμβάνω, λοιπόν, ότι η ανάληψη του συνόλου του χρέους και των χρηματικών αναγκών της χώρας από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης εκ των πραγμάτων δίνει δυνατότητες μετατροπής του βραχυπρόθεσμου χρέους σε μακροπρόθεσμο. Υπό αυτήν την έννοια, θα επιτρέψει την έστω και μερική συμμετοχή –μετά το Σεπτέμβρη- της χώρας μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Πέμπτο σημείο. Δεν θα υπάρξουν πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα ως συνέπεια των επιπτώσεων στην οικονομία από την τραπεζική αργία και την επιβολή ελέγχου στην κίνηση κεφαλαίων.

Και φυσικά, επαναλαμβάνω, για πρώτη φορά στο τραπέζι έχει ανοίξει ουσιαστική συζήτηση για το μέγα ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους και είναι βέβαιο ότι είναι εφικτό να διεκδικήσουμε και να πετύχουμε ουσιαστική δέσμευση των εταίρων για την αναδιάρθρωση του συνολικού χρέους προς τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, ώστε να γίνει εξυπηρετήσιμο και βιώσιμο, τουλάχιστον ουσιαστική δέσμευση και χρονικό ορίζοντα για την έναρξη αυτής της συζήτησης και την τελική λήψη απόφασης.

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Θέλω να επαναλάβω ότι ο στόχος της παρέμβασής μου σήμερα δεν είναι να ωραιοποιήσω την πραγματικότητα. Στόχος όμως είναι, μιλώντας τη γλώσσα της αλήθειας, με ευθύνη απέναντι στο Σώμα και απέναντι στον ελληνικό λαό, να εκθέσω με σαφήνεια τις επιλογές που έχουμε μπροστά μας.

Φτάνουμε, λοιπόν, ελπίζω στο τέλος μιας πολύ σκληρής μάχης που σημάδεψε ήδη τη μεταπολιτευτική ιστορία του τόπου. Διαπραγματευτήκαμε σκληρά για την Ελλάδα αλλά και για να αλλάξει πορεία η Ευρώπη. Αυτό σήμερα με βάση τους συσχετισμούς μπορεί να μην φαίνεται εφικτό και οφείλουμε να το παραδεχθούμε. Ωστόσο, είμαι βέβαιος πως αργά ή γρήγορα αυτός ο σπόρος δημοκρατίας και αξιοπρέπειας που ρίξαμε θα φέρει καρπούς και σε άλλους λαούς στην Ευρώπη.

Φέραμε το αίτημα για τον άμεσο τερματισμό της λιτότητας στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου σε όλη την Ευρώπη και σε όλον τον κόσμο. Διαπραγματευτήκαμε για να γίνει πράξη αυτό που ονομάσαμε «διπλός σεβασμός», δηλαδή ο σεβασμός από τη μια μεριά στους κανόνες που διέπουν την Ευρωπαϊκή Ένωση και από την άλλη μεριά ο σεβασμός στη λαϊκή κυριαρχία, στη δημοκρατία.

Πυροδοτήσαμε ένα πανευρωπαϊκό κίνημα αλληλεγγύης προς το δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό, που όμοιό του δεν έχει υπάρξει μετά την πτώση της δικτατορίας. Από την περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας έχουμε να δούμε συγκεντρώσεις αλληλεγγύης και πλατείες ευρωπαϊκών πόλεων να γεμίζουν με ελληνικές σημαίες.

Αγωνιστήκαμε για τους χαμηλόμισθους και τους χαμηλοσυνταξιούχους, αγωνιστήκαμε για τα εργασιακά δικαιώματα, για την αποτροπή των ομαδικών απολύσεων. Αγωνιστήκαμε γι’ αυτό που εμείς καταλαβαίνουμε ως το δίκαιο του ελληνικού λαού. Είμαι βέβαιος ότι αυτός ο αγώνας δεν μπορεί να πάει χαμένος και δεν θα πάει χαμένος!

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Είναι προφανές ότι η εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή δεν αποτελεί απλά μια ψήφο σε ένα νομοσχέδιο. Είναι μια ψήφος συνείδησης με βαρύνουσα πολιτική σημασία, διότι αφορά την επόμενη μέρα. Και προφανώς είναι μια επιλογή συνείδησης, αλλά και υψηλής εθνικής ευθύνης.

Τώρα έχουμε χρέος εθνικό να κρατήσουμε ζωντανό τον λαό μας να συνεχίσει να παλεύει με περηφάνια για το δίκιο του και να συνεχίσει να αγωνίζεται με πείσμα για προκοπή και ευημερία. Με βάση αυτό το εθνικό χρέος καλούμαστε να πάρουμε δύσκολες αποφάσεις. Είμαι βέβαιος ότι θα σταθούμε στο ύψος της ευθύνης και θα τα καταφέρουμε. Είμαι βέβαιος ότι το πείσμα, το πάθος αυτού του λαού για ζωή, για αξιοπρέπεια θα είναι οδηγός μας και τις επόμενες μέρες, τα επόμενα χρόνια.

Θα τα καταφέρουμε! Θα καταφέρουμε όχι μόνο να μείνουμε στην Ευρώπη, αλλά να ζήσουμε ως ισότιμος εταίρος με αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια, διεκδικώντας το δίκιο μας στην Ευρώπη, ανοίγοντας δρόμους και για τους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης.

Σας ευχαριστώ.